ξυρόν

  • 21ξυροδόκη — και ξυροδόχη, ἡ (Α) η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη] …

    Dictionary of Greek

  • 22ξυροθήκη — ξυροθήκη, ἡ (Α) ξυροδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + θήκη] …

    Dictionary of Greek

  • 23ξυροποιός — ξυροποιός, ὁ (Α) κατασκευαστής ξυραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + ποιός (< ποιῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 24ξυρουργός — ξυρουργός, όν (Α) αυτός που κουρεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 25ξυροφορώ — ξυροφορῶ, έω (Α) έχω μαζί μου ξυράφι, κρατώ ξυράφι («σὺ μέντοι ξυροφορεῑς ἑκάστοτε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ] …

    Dictionary of Greek

  • 26ξυρός — ξυρός, ὁ (Α) 1. ξυράφι 2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. τής λ. ξυρόν] …

    Dictionary of Greek

  • 27ξυρότμητος — ξυρότμητος, ον (Α) (για στάχυ) αυτός που έχει κοπεί με ξυράφι, με δρεπάνι, ο θερισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. μοριό τμητος] …

    Dictionary of Greek

  • 28ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… …

    Dictionary of Greek

  • 29ξύριον — ξύριον, τὸ (ΑΜ) [ξυρόν] μικρό, λεπτό ξυράφι …

    Dictionary of Greek

  • 30ξύρω — (ΑΜ) [ξυρόν] ξυρίζω («ξυρόμενος τῆς κεφαλῆς τὸ ἥμισυ», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek