ξυρόν

  • 11AXUR — in quodam Pansarum familiae denario, apud Fulv. Ursinum de Famil. Roman. ubi inscr. haec, IOVIS AXUR. C. VIBIUS. C. F. C. idem est cum eo, qui vulgo Virgilio Aeneid. l. 7. v. 799. Servioque ibid. Iuppiter Anxurus, incorrupte Axurus, ab a… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12TONSOR — inter familiares fuit. Ovid. l. 11. Metam. v. 182. Sed solitus longos ferrô resecare capillos Viderat hoc famulus. Quô proin ministeriô domesticô functus est Pantagathus ille, cuius Epitaphium cecinit Martialis, l. 6. Et quidem apud romanos diu… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13απόξυρος — ἀπόξυρος, ον (Α) απότομος, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»] …

    Dictionary of Greek

  • 14επιξύριος — ἐπιξύριος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ξυρόν*. σε ξυράφι …

    Dictionary of Greek

  • 15ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… …

    Dictionary of Greek

  • 16ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… …

    Dictionary of Greek

  • 17ξυρίας — ξυρίας, ὁ (Α) (για ηθοποιό τής τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας… …

    Dictionary of Greek

  • 18ξυρίζω — και ξουρίζω (Α ξυρίζω) [ξυρόν] κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών τού σώματος, κυρίως τού προσώπου νεοελλ. 1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές 2. ταλαιπωρώ κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 19ξυραίνω — (Α) [ξυρόν] (πιθ. γρφ.) ξυρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 20ξυραίος — ξυραῑος, αία, ον (Α) [ξυρόν] ξυρισμένος …

    Dictionary of Greek