1ξυρητής — ξυρητής, ὁ (Α) [ξυρώ] ο κουρέας …
Dictionary of Greek
2ξυρητικός — ξυρητικός, ή, όν (Α) [ξυρητής] 1. ξυριστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυρητική η τέχνη τού κουρέα που ασχολείται με το ξύρισμα …