Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξυπνώ

  • 1 ξυπνώ

    [ксипно] р. будить, пробуждать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξυπνώ

  • 2 будить

    будить
    несов
    1. ξυπνῶ, ἀφυπνίζω;
    2. перен ξυπνῶ, διεγείρω:
    \будить воспоминания ξυπνῶ ἀναμνήσεις' \будить ненависть διεγείρω τό μίσος.

    Русско-новогреческий словарь > будить

  • 3 пробудить

    пробудить
    сов, пробуждать несов Прям., черен. ξυπνώ (μετ.), ἀφυπνίζω, διεγείρω, σηκώνω:
    \пробудить надежду ξυπνώ τήν ἐλπίδα \пробудиться Прям., черен. ξυπνώ (άμετ.), ἀφυπνίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > пробудить

  • 4 пробудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пробужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω•

    шум меня -ил ο θόρυβος με ξύπνησε.

    || μτφ. διεγείρω, ανάβω-пробудить страсти ξυπνώ τα πάθη. || μτφ. ωθώ, παρακινώ•

    пробудить к деятельности δίνω ώθηση για δράση.

    2. μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω.
    ξυπνώ, αφυπνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > пробудить

  • 5 будить

    будить ξυπνώ, αφυπνίζω
    * * *
    ξυπνώ, αφυπνίζω

    Русско-греческий словарь > будить

  • 6 проснуться

    Русско-греческий словарь > проснуться

  • 7 расталкивать

    расталкивать
    несов
    1. σκουντώ, σπρώχνω, διαλύω:
    \расталкивать толпу́ σπρώχνοντας διαλύω τό πλήθος·
    2. (будить) ξυπνώ μέ σκουντήματα:
    \расталкивать спящих ξυπνώ μέ σκουντήματα τους κοιμισμένους.

    Русско-новогреческий словарь > расталкивать

  • 8 будить

    бужу, будишь, ρ.δ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω, σηκώνω από τον ύπνο.
    2. μτφ. αναζωογονώ, αναζωπυρώ, αναμοχλεύω•

    будить ненависть к врагу ξυπνώ το μίσος κατά του εχθρού.

    Большой русско-греческий словарь > будить

  • 9 встряхнуть

    -ну, -нёшь, ρ.σ.μ.
    1. τινάζω, δονώ, σείω•

    встряхнуть пальто τινάζω το πανωφόρι•

    встряхнуть голову τινάζω το κεφάλι•

    взрыв -ул землю η έκρηξη έσεισε τη γη.

    2. μτφ. αφυπνίζω, ξυπνώ.
    3. απρόσ. ανατινάζω, τραντάζω•

    телегу -ло на мосту το αμάξι τράνταξε στο γεφύρι.

    1. τινάζομαι, σείομαι, σειέμαι, δονούμαι•

    птица -лась το πουλάκι τινάχτηκε,

    2. μτφ. αφυπνίζομαι, ξυπνώ. || διασκεδάζω.

    Большой русско-греческий словарь > встряхнуть

  • 10 побудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побуженный, βρ: -жен, -а, -о
    δ.σ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω..
    2. ξυπνώ (όλους, πολλούς).
    3. (κυνηγ.) σηκώνω το θήραμα(από το λόζιο).
    -ужу, -удишь κ. (απλ.) -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побужденный, βρ: -ден, -дена., -дено
    ρ.σ.μ.
    παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω, σπρώχνω, εξωθώ, προτρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > побудить

  • 11 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 12 проснуться

    -снусь, -сншься
    ρ.σ.
    1. κυρλξ, κ. μτφ. ξυπνώ, αφυπνίζομαι•

    проснуться рано ξυπνώ νωρίς•

    -лась ненависть ξύπνησε το μίσος.

    2. ζωηρεύω, ζωντανεύω, αναζωογονούμαι•

    город -лся η πόλη ξύπνησε (άρχισε η κίνηση).

    Большой русско-греческий словарь > проснуться

  • 13 будоражить

    будоражить
    несов разг ἀναστατώνω, σηκώνω στό πόδι/ ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ (беспокоить)Ι ξυπνῶ, διεγείρω (возбуждать).

    Русско-новогреческий словарь > будоражить

  • 14 воспрянуть

    воспрянуть
    сов:
    \воспрянуть ду́хом παίρνω θάρρος, παίρνω κουράγιο, ἐμψυχώνομαι, ἐνθαρρύνομαι· \воспрянуть от сна ξυπνῶ, ἀφυπνίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > воспрянуть

  • 15 вставать

    вставать
    несов
    1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:
    \вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·
    2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·
    3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·
    4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·
    5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·
    6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:
    \вставать на ковер πατώ στό χαλί·
    7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο.

    Русско-новогреческий словарь > вставать

  • 16 левый

    лев||ый
    прил в разн. знач. ἀριστερός:
    \левыйая сторона (материи) ἡ ἀνάποδη, ἡ ἀντίθετος δψις· \левый борт τό ἀριστερό[ν] μέρος· фракция \левыйых ἡ φράξια (или ἡ παράταξη) τῶν ἀριστερών ◊ встать с \левыйой ноги ξυπνώ ἀνάποδα.

    Русско-новогреческий словарь > левый

  • 17 перебудить

    перебудить
    сов ξυπνώ (όλους).

    Русско-новогреческий словарь > перебудить

  • 18 продирать

    продирать
    несов разг σχίζω, τρυπῶ:
    \продирать рукава на локтях τρυπώ τά μανίκια στους ἀγκώνες· ◊ \продирать глаза разг ἀνοίγω τά μάτια μου, ξυπνώ.

    Русско-новогреческий словарь > продирать

  • 19 просыпаться

    просы́паться I
    сов см. просыпаться II.
    просыпа́ться II
    несов σκορπίζομαι, χύνομαι.
    просыпа́ться III
    несов ξυπνώ (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > просыпаться

  • 20 протирать

    протирать
    несов I. (одежду) τρίβω, φθείρω·
    2. (вытирать) σφουγγίζω, σκουπίζω:
    \протирать пол τρίβω τό πάτωμα· \протирать стекла σκουπίζω τά τζάμια·
    3. (сквозь сито и т. п.) κοσκινίζω· ◊ \протирать глаза разг ἀνοίγω τά μάτια μου, ξυπνώ.

    Русско-новогреческий словарь > протирать

См. также в других словарях:

  • ξυπνώ — ξυπνάω / ξυπνώ, ξύπνησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξυπνώ — άω 1. σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω («να μέ ξυπνήσεις στις πέντε») 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι («σήμερα ξύπνησα αργά») 3. μτφ. βγαίνω από τον λήθαργο και βλέπω την πραγματικότητα ξεκάθαρα, αφυπνίζομαι διανοητικά και ψυχικά… …   Dictionary of Greek

  • ξυπνώ — ξύπνησα, ξυπνημένος 1. μτβ., σηκώνω κάποιον από τον ύπνο: Μην τύχει, τρέμουνε, κανείς και τους ξυπνήσει (Γρυπάρης). 2. αμτβ., σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι: Ξύπνησε από το βαθύ του λήθαργο. 3. μτφ., παρουσιάζω ξαφνικά διανοητική ζωτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • ανεγείρω — (AM ἀνεγείρω) χτίζω, οικοδομώ μσν. (αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι αρχ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον 2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω 3. εξεγείρω, ερεθίζω …   Dictionary of Greek

  • αφυπνίζω — (AM ἀφυπνίζω) [υπνίζω] ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει νεοελλ. ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω …   Dictionary of Greek

  • καλοξημερώνω — 1. ξυπνώ καλά, ξυπνώ υγιής, ξημερώνομαι στα καλά μου 2. απρόσ. καλοξημερώνει ξημερώνει εντελώς, επέρχεται πλήρως το φως τής ημέρας («και την αυγή μ ανίμενε, πριν καλοξημερώσει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδιορθρίζω — Α ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, δηλ. πολύ πρωί, μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορθρίζω «ξυπνώ την ώρα τού όρθρου»] …   Dictionary of Greek

  • αγουροξυπνώ — αγουροξύπνησα, αγουροξυπνημένος 1. μτβ., ξυπνώ κάποιον πρόωρα: Με αγουροξύπνησαν οι φωνές σου. 2. αμτβ., ξυπνώ ο ίδιος πρόωρα: Αγουροξύπνησα και δεν ξανακοιμήθηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»