Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξυπνάω

См. также в других словарях:

  • ξυπνάω — / ξυπνώ, ξύπνησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξυπνώ — ξυπνάω / ξυπνώ, ξύπνησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδαρθάνω — ἀποδαρθάνω (Α) [δαρθάνω] 1. αποκοιμιέμαι 2. ξυπνάω …   Dictionary of Greek

  • αυγίζω — 1. ξυπνάω την αυγή, πολύ νωρίς 2. φαίνομαι αμυδρά 3. απρόσ. αυγίζει αρχίζει να ξημερώνει …   Dictionary of Greek

  • γρηγορώ — (AM γρηγορῶ, έω) 1. μένω άγρυπνος 2. φρουρώ, προσέχω άγρυπνα («φύλακες, γρηγορείτε») μσν. νεοελλ. βιάζομαι, σπεύδω νεοελλ. φρ. «γρηγορώ τη στράτα» συντομεύω, επιταχύνω τον δρόμο μσν. 1. ξυπνάω 2. επανακτώ τις αισθήσεις, συνέρχομαι 3. επαναφέρω… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος 1. υψώνω: Σήκωσε τα χέρια ψηλά. – Σήκωσαν ψηλά τις σημαίες. 2. βαστάω κάποιο βάρος ή μπορώ να το μεταφέρω: Μπορεί να σηκώσει μόνος του αυτό το τσουβάλι. – Σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. 3. εγείρω, ξυπνάω κάποιον:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»