ξυνών
1ξυνών — ξυνών, ῶνος, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. ξυνήων …
2ξυνῶν — ξῡνῶν , ξυνός common fem gen pl ξῡνῶν , ξυνός common masc/neut gen pl ξυνόω cause to participate pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξυνόω cause to participate pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξυνόω cause to participate… …
3ξυνών — σύνειμι 1 sum pres part act masc nom sg …
4ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… …
5ξυνωνός — ξυνωνός, ὁ (ΑΜ) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία] …
6ξυνωνία — ξυνωνία, ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) [ξυνών] σύλλογος, εταιρεία, συντροφιά («ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», Αρχίλ.) …
7προσδιαφθείρω — Α 1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.) 2. αποστερώ επί πλέον 3. προκαλώ επίσης έκτρωση τού εμβρύου 4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω …