1ξυνωνός — ξυνωνός, ὁ (ΑΜ) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία] …
Dictionary of Greek
2ξυνωνός — masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ξυνωνόν — ξυνωνός masc acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)