ξυντόνως

  • 1ξυντόνως — συντόνως , σύντονος strained tight adverbial συντόνως , σύντονος strained tight masc/fem acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… …

    Dictionary of Greek