ξυνοικίᾳ
1ξυνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ξυνοικίᾳ — συνοικίαι , συνοικία living with her fem nom/voc pl συνοικίᾱͅ , συνοικία living with her fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ξυνοίκια — συνοίκια , συνοίκια a public feast in memory of Theseus uniting all the towns of Attica into a single city state neut nom/voc/acc pl συνοίκια , συνοίκιον neut nom/voc/acc pl …
4SYNOECIA — Graece Ξυνοικία, festum Athenis de quo sic Thucydides l. 1. Cercope priscisque Regibus usque ad Theseum, Attica semper oppidatim incolebatur, Πρυτανεῖά Curias habens καὶ Α῎ρχοντας et Magistratus. Neque Regem consulebant, quando nullus erat ex… …
5συνοίκιον — και αττ. τ. ξυνοίκιον, τό, Α [συνοικος] 1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο 2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια (στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα τού μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ άλλους, τη 16η τού… …
6XYNOECIA — Graece Ξυνοικία, festum publicum in honorem Minervae institutum, ab Atheniensibus, postquam Theseus, Conciliis et magistratibus coeterarum urbium sublatis (prius enim Attica κατα πόλεις ᾠκεῖτο, πρυτανεῖά τε ἔχουσα καὶ ἄρχο τας, oppidatim… …
7συνοίκια — και αττ. τ. ξυνοίκια, τα, Α βλ. συνοίκιον …
8συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία …
9υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή …