ξυνετός

  • 1Ξυνετός — Συνετός , Συνετός intelligent masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ξυνετός — συνετός intelligent masc nom sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …

    Dictionary of Greek

  • 4κακοξύνετος — κακοξύνετος, ον (Α) ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ξυνετός] …

    Dictionary of Greek

  • 5συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… …

    Dictionary of Greek