ξυμμαχίας

  • 1ξυμμαχίας — συμμαχίᾱς , συμμαχία alliance fem acc pl συμμαχίᾱς , συμμαχία alliance fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προσεπαίρω — Α [ἐπαίρω, ομαι] 1. σηκώνω, ανυψώνω επί πλέον («προσεπαίρειν κεφάλιον», Σωρ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω πάρα πολύ, δίνω πολύ θάρρος 3. παθ. προσεπαίρομαι μτφ. υπερηφανεύομαι ακόμη πιο πολύ, γίνομαι ακόμη περισσότερο αλαζονικός («προσεπήρθη ὑπὸ τῆς… …

    Dictionary of Greek