ξυλό-σπογγος

  • 1σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… …

    Dictionary of Greek

  • 2καλούμα — και καλούμπα, η ο σπόγγος που τυλίγεται γύρω από μικρό κομμάτι ξύλο και χρησιμοποιείται για την ανύψωση τών παιδικών χαρταετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma < κάλυμμα] …

    Dictionary of Greek