ξυλουργός
1ξυλουργός — carpenter masc nom sg …
2ξυλουργός — ο (Α ξυλουργός και ξυλοεργός) τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία τού ξύλου, μαραγκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ ουργός] …
3ξυλουργός — ο τεχνίτης κατεργασίας ξύλου, αλλ. μαραγκός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξυλουργοί — ξυλουργός carpenter masc nom/voc pl …
5ξυλουργούς — ξυλουργός carpenter masc acc pl …
6ξυλουργόν — ξυλουργός carpenter masc acc sg …
7τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… …
8έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …
9ξυλουργώ — (ΑΜ ξυλουργῶ. έω, Α ιων. τ. ξυλοργέω) [ξυλουργός] είμαι ξυλουργός. κατεργάζομαι το ξύλο …
10γαλακτουργός — γαλακτουργός, ο (Α) αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)] …