ξυλλογή
1ξυλλογῇ — σύν λογάω to be fond of talking pres subj mp 2nd sg (doric) σύν λογάω to be fond of talking pres ind mp 2nd sg (doric) σύν λογάω to be fond of talking pres subj act 3rd sg (doric) σύν λογάω to be fond of talking pres ind act 3rd sg (doric) σύν… …
2ξυλλογή — συλλογή , συλλογή gathering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …