ξουϑόπτερος
1ξουθόπτερος — ξουθόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει πυρρόξανθα, κιτρινωπά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξουθός + πτερος (< πτερόν)] …
2ξουθόπτερος — with nimble masc/fem nom sg …
3ξουθοπτέρου — ξουθόπτερος with nimble masc/fem/neut gen sg …
4ξουθόπτεροι — ξουθόπτερος with nimble masc/fem nom/voc pl …
5φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …