ξοος
1ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό …
2ξοός — masc nom sg …
3λάξοος — λάξοος, ὁ (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λά ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί ξοος, μονό ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.] …
4κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] …
5κερατοξόος — κερατοξόος, ον (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο ξόος, λιθο ξόος] …
6λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… …
7λιθοξόος — ο (AM λιθοξόος) ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα αρχ. γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο ξόος, λαο ξόος] …
8τετράξοος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις εντομές, ο σχισμένος στα τέσσερα («ἐλάται καὶ πεῡκαι τετράξοοι» έλατα και πεύκα τών οποίων το ξύλο πρέπει να σχιστεί τέσσερεις φορές για να είναι δυνατή η κατεργασία τους, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ξοος… …
9μονόξοος — μονόξοος, ον (Α) (για δέντρα) αυτός που έχει μία μόνο κτηδόνα*, δηλ. έναν μόνο κύκλο στην τομή τού κορμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ξοος (< ξέω «ξύνω»), πρβλ. λιθο ξόος] …
10ολκοξόος — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ολκών, δηλαδή αυλάκων, γλυφών ή εντομών σε μεταλλικά τεμάχια ή σε ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολκή + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …
- 1
- 2