ξιφήν

  • 1ξιφήν — ξιφήν, ῆνος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φέρων ξίφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ ήν (πρβλ. λειχ ήν)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …

    Dictionary of Greek