ξετιμώ
1ξετιμώ — άω 1. καθορίζω την τιμή ενός πράγματος, αποτιμώ κάτι 2. εκτιμώ, υπολήπτομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ τιμῶ (αόρ. εξετίμησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …
2ξετιμώ — ξετίμησα 1. καθορίζω την τιμή πράγματος: Ο πραγματογνώμονας ξετίμησε τη ζημιά του αυτοκίνητου. 2. εκτιμώ, θεωρώ κάποιον άξιο τιμής: Τον ξετίμησε πολύ ο εργοδότης του για τη δουλειά που έκανε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ξετιμητής — ο [ξετιμώ] εκτιμητής …