ξεστός
1ξεστός — hewn masc nom sg …
2ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… …
3ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg …
5ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl …
6ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl …
7ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) …
8ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl …
9ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …