ξεσπάω στα

  • 1γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …

    Dictionary of Greek