Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεσκονίζω

  • 1 ξεσκονίζω

    [ксэсконизо] р. вытирать пыль,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεσκονίζω

  • 2 вытереть

    вытереть σκουπίζω, σφουγ γίζω· \вытереть руки σκουπίζω τα χέρια μου· \вытереть пыль ξεσκονίζω
    * * *
    σκουπίζω, σφουγγίζω

    вы́тереть ру́ки — σκουπίζω τα χέρια μου

    вы́тереть пыль — ξεσκονίζω

    Русско-греческий словарь > вытереть

  • 3 стирать

    I стирать Ι (бельё ) πλύνω (или πλένω) τα ρούχα, κάνω μπουγάδα II стирать II (пыль) ξεσκονίζω
    * * *
    I
    ( бельё) πλύνω ( или πλένω) τα ρούχα, κάνω μπουγάδα
    II
    ( пыль) ξεσκονίζω

    Русско-греческий словарь > стирать

  • 4 выбить

    -бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    выбить стекло σπάζω το τζάμι•

    выбить дверь σπάζω την πόρτα•

    выбить зуб σπάζω το δόντι.

    || εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•

    выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας•

    выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.

    3. καταστρέφω, χαλνώ•

    рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,

    4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).
    5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,
    εκφρ.
    выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).
    1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•

    выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•

    выбить из долгов ξεχρεώνομαι.

    2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).
    εξέχω•

    волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.

    εκφρ.
    выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•
    выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•
    выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выбить

  • 5 выхлопать

    ρ.σ. (απλ.) ξεσκονίζω χτυπώντας•

    выхлопать ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.

    Большой русско-греческий словарь > выхлопать

  • 6 обмахнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. обмахивать (1 σημ.).
    2. ξεσκονίζω, καθαρίζω•

    пыль с полки ξεσκονίζω το ράφι•

    обмахнуть сор со скатерти καθαρίζω το τραπεζομάντηλο από τα ψίχουλα.

    βλ. обмахиваться.

    Большой русско-греческий словарь > обмахнуть

  • 7 выбивать

    выбивать
    несов
    1. (вышибать) σπάζω, θραύω, συντρίβω:
    \выбивать из рук ρίχνω ἀπό τά χέρια· \выбивать неприятеля из города ἐκτοπίζω (или διώχνω) τόν ἐχθρό ἀπό τήν πόλη·
    2. (пыль) ξεσκονίζω, τινάζω:
    \выбивать ковер τινάζω τό χαλί·
    3. (медаль, монету) κόβω, χαράζω· ◊ \выбивать дурь из головы разг βάζω μυαλό σέ κάποιον \выбивать из колей φέρνω ἀναστάτωση, βγάζω ἀπ' τόν κανονικό ρυθμό.

    Русско-новогреческий словарь > выбивать

  • 8 выколачивать

    выколачивать
    несов, выколотить сов (мебель и т. п.) καθαρίζω, ξεσκονίζω/ τινάζω (одежду).

    Русско-новогреческий словарь > выколачивать

  • 9 вытрясти

    вытрясти, вытряхнуть
    сов, вытряхивать несов
    1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:
    \вытрясти ковер τινάζω τό χαλί· \вытрясти пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·
    2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει.

    Русско-новогреческий словарь > вытрясти

  • 10 вытряхнуть

    вытрясти, вытряхнуть
    сов, вытряхивать несов
    1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:
    \вытряхнуть ковер τινάζω τό χαλί· \вытряхнуть пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·
    2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει.

    Русско-новогреческий словарь > вытряхнуть

  • 11 обмахивать

    обмахивать
    несов
    1. (веером) ριπίζω. ἀερίζω (μέ τή βεντάλια)·
    2. (пыль, сор с чего-л.) ξεσκονίζω.

    Русско-новогреческий словарь > обмахивать

  • 12 обметать

    обметать I
    несов (пыль и т. п.) καθαρίζω, σκουπίζω / ξεσκονίζω, βγάζω τή σκόνη (тк. пыль).
    обмета||ть II
    сов
    1. см. обметывать-2. безл разг:
    гу́бы \обметатьло ἔβγαλε ἐξανθήματα στά χείλια

    Русско-новогреческий словарь > обметать

  • 13 подхалимничать

    подхалим||ничать
    несов разг κολακεύω, ξεσκονίζω τίς μπότες.

    Русско-новогреческий словарь > подхалимничать

  • 14 пыль

    пыль
    ж ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ὁ κονιορτός:
    у́гольная \пыль ἡ καρβουνόσκονη· поднимать \пыль σηκώνω σκόνη· сметать \пыль σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω· \пыль стои́т столбом ἐχει σηκωθεί κουρνιαχτός· ◊ пускать \пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > пыль

  • 15 смахивать

    смахивать
    несов, смахнуть сов βουρτσίζω/ διώχνω (мух и т. п.):
    \смахивать пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη· \смахивать слезу́ σκουπίζω τό δάκρυ.

    Русско-новогреческий словарь > смахивать

  • 16 сметать

    сметать I
    несов
    1. σαρώνω, σκουπίζω, ξεκαθαρίζω, παστρεύω:
    \сметать пыль с чего́-л. σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω·
    2. перен (уничтожать) ἀφανίζω, κάνω στάχτη, καταστρέφω:
    \сметать с лица́ земли́ ἐξαφανίζω ἀπ' τό πρόσωπο τής γής· \сметать все на своем пути́ ἐξοντώνω τά πάντα στό πέρασμα μου·
    3. (в кучу) σωριάζω, μα· ζεύω:
    \сметать весь мусор в угол μαζεύω ὀλα τά σκουπίδια στή γωνιά.
    сметать II
    сов см. сметывать.

    Русско-новогреческий словарь > сметать

  • 17 стирать

    стирать I
    несов
    1. σφουγγίζω, καθαρίζω/ σβήνω (написанное):
    \стирать пыль ξεσκονίζω· \стирать пот с лица σκουπίζω τόν ίδρωτα ἀπό τό πρόσωπο·
    2. (ногу и т. ἡ.) γρατσουνίζομαι, ματώνω.
    стирать II
    несов (белье и т. п.) πλύνω, πλένω.

    Русско-новогреческий словарь > стирать

  • 18 стряхивать

    стряхивать
    несов, стряхнуть сов (ἀπο)τινάζω, τινάσσω:
    \стряхивать пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη.

    Русско-новогреческий словарь > стряхивать

  • 19 трясти

    тряс||ти́
    несов
    1. σείω, κουνώ, τινάζω:
    \трясти ковры ξεσκονίζω (или τινάζω) τά χαλιά· \трясти пыль из мешка τινάζω τή σκόνη ἀπ' τό τσουβάλι· \трясти дерево σείω (или τινάζω) τό δένδρο· \трясти ру́ку кому-л. τραντάζω τό χέρι κάποιου· \трясти головой τρέμει τό κεφάλι μου·
    2. (об экипаже) τινάζω, τραντάζω·
    3. безл:
    ее \трястиет от холода τουρτουρίζει ἀπό τό κρύο· его́ \трястиет от страха τρέμει ἀπό τόν φόβο του.

    Русско-новогреческий словарь > трясти

  • 20 обмахивать

    [αμπμάχιβατ'] ρ. αερίζω, ξεσκονίζω

    Русско-греческий новый словарь > обмахивать

См. также в других словарях:

  • ξεσκονίζω — ξεσκονίζω, ξεσκόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσκονίζω — ξεσκόνισα, ξεσκονίστηκα, ξεσκονισμένος 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω: Ξεσκονίζω τα έπιπλα. 2. μτφ., δέρνω, ξυλοκοπώ: Πρόσεχε γιατί θα σε ξεσκονίσω. 3. μτφ., κολακεύω τους ανωτέρους μου: Αυτός ξεσκόνισε πολλούς γιακάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκονίζω — 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό 2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τόν καλοπιάνω με κολακείες 3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα τού ξεσκονίσει για καλά την πλάτη») 4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες… …   Dictionary of Greek

  • -ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονιστήρι — το 1. δεσμίδα από φτερά για ξεσκόνισμα 2. μτφ. κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεσκονίζω] 1. αυτός που ξεσκονίζει 2. το θηλ. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το ξεσκόνισμα τών τοίχων και τού ταβανιού 3. μτφ. (ιδίως το θηλ.) κόλακας («αυτός είναι μεγάλη ξεσκονίστρα») …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονόπανο — το ύφασμα για το ξεσκόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + πανί] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκόνισμα — το [ξεσκονίζω] 1. η αφαίρεση τής σκόνης 2. α) μτφ. (επιτιμητικά) δουλική συμπεριφορά, κολακεία β) ξυλοκόπημα γ) εξέταση ζητήματος σε όλη του την έκταση …   Dictionary of Greek

  • σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»