ξεπερνώ
91παραξηλώνω — παραξήλωσα, παραξηλώθηκα, παραξηλωμένος 1. ξηλώνω κάτι υπερβολικά. 2. μτφ., ξεπερνώ τα όρια, το παρακάνω: Σου είπα να παίξεις λίγη ώρα μα εσύ το παραξήλωσες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
92παραπαίρνω — παραπήρα, παραπάρθηκα, παραπαρμένος 1. παίρνω κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει, ξεπερνώ τα όρια: Παραπήρα φόρα και δεν ήξερα τι έλεγα. 2. μαλώνω, αποπαίρνω κάποιον: Δεν πρόφτασε ούτε καλημέρα να πει το παιδί και το παραπήρες. 3. μέσ., παραφέρνομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
93παρεκτρέπομαι — παρεκτράπηκα 1. ξεφεύγω από την κανονική πορεία ή θέση ή γραμμή. 2. μτφ., παρασέρνομαι, ξεπερνώ τα ανεχτά όρια: Ο ομιλητής παρεκτράπηκε σε βρισιές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
94περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
95προσπερνώ — προσπέρασα 1. περνώ κάποιον, ξεπερνώ: Στη στροφή τον προσπέρασε. 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος: Τον προσπέρασε στο πήδημα. 3. περνώ μπροστά από κάποιον: Τον χαιρέτησε αφού τον προσπέρασε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
96τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
97υπερακοντίζω — υπερακόντισα, υπερακοντίστηκα, υπερακοντισμένος 1. ρίχνω το ακόντιο πέρα από το στόχο, πέρα από το σκοπό. 2. μτφ., υπερβάλλω, υπερβαίνω, ξεπερνώ: Υπερακόντισε όλους σε γενναιότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
98όριο — το 1. σύνορο, τέλος έκτασης: Τα όρια του κράτους. 2. μτφ., σημείο, άκρο, όπου φτάνει μια κατάσταση ή ενέργεια, πέρα από το οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει να πάει: Η υπομονή έχει τα όριά της. 3. φρ., «Όριο ελαστικότητας», το μέγιστο όριο αντοχής ή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)