ξεπερνώ
81υπερτρέχω — Α [τρέχω] 1. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο 2. διαφεύγω («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ ὑπερδράμω;», Ευρ.) 3. υπερέχω, υπερτερώ 4. παραβλέπω 5. παραβαίνω («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.) …
82υπερυδραργυρίζω — Μ (κυρίως στον Τζέτζ.) ξεπερνώ τον περιβόητο κλέφτη Ὑδράργυρον, είμαι πολύ μεγάλος κλέφτης, είμαι κλεφταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Ὑδράργυρος] …
83υπερφαλαγγίζω — Ν 1. επεκτείνω το μέτωπο τής παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα τής εχθρικής παράταξης 2. περικυκλώνω 3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …
84υπερφρονώ — έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, ονος] 1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ. β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.) 2. υπερέχω, ξεπερνώ… …
85υπερφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ]·1. μιλώ με πολύ δυνατή φωνή (α. «μὴ πεφυκυίας τῆς τάσεως ἡ τῆς φωνῆς ἢ τῆς χορδῆς ἐπέκεινα τούτων ὑπερφωνεῑν», Παχυμ. β. «τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῡντας», Φιλόστρ.) 2. έχω δυνατότερη φωνή από κάποιον άλλο, βγάζω δυνατότερο ήχο… …
86ξεπερνάω — / ξεπερνώ, ξεπέρασα βλ. πίν. 68 …
87απογίνομαι — όγινα, ογινωμένος 1. γίνομαι, καταντώ, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο: Τι απόγινε εκείνη η υπόθεσή σου στο υπουργείο; 2. χειροτερεύω, ξεπερνώ τα όρια: Τις τελευταίες μέρες ο άρρωστος απόγινε. 3. αποπερατώνομαι: Έγινε κι απόγινε η αναδάσωση στο χωριό… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89ελευθεριάζω — ελευθερίασα, αμτβ. 1. μιλώ ή ενεργώ υπερβολικά ελεύθερα, ξεπερνώ τα όρια. 2. ζω όχι σύμφωνα με τα χρηστά ήθη, ζω ακόλαστη ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
90παραγνωρίζω — παραγνώρισα, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος 1. κάνω λάθος στην αναγνώριση, παρομοιάζω: Με συγχωρείτε, σας παραγνώρισα. 2. ξεπερνώ σε οικειότητα τα ανεκτά όρια: Νομίζω πως τελευταία παραγνωριστήκαμε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)