ξεπερνώ

  • 71υπερβάθμιος — ον, ΜΑ φρ. «ὑπερβάθμιον πόδα τείνω [ή ἀποτείνω]» διαβαίνω το κατώφλι, ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια. επίρρ... ὑπερβαθμίως Μ σε υπέρμετρα μεγάλο βαθμό, χωρίς τήρηση τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαθμός «κατώφλι»] …

    Dictionary of Greek

  • 72υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α …

    Dictionary of Greek

  • 73υπερδισκεύω — Α μτφ. υπερακοντίζω, ξεπερνώ πολύ κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δισκεύω «ρίχνω τον δίσκο»] …

    Dictionary of Greek

  • 74υπερεκβαίνω — Α ξεπερνώ, υπερβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκβαίνω «βγαίνω έξω»] …

    Dictionary of Greek

  • 75υπερθεματίζω — ὑπερθεματίζω ΝΜ προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ νεοελλ. μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει») μσν. προχωρώ πέρα από το θέμα, από την …

    Dictionary of Greek

  • 76υπερκεφαλώ — έω, Α ξεπερνώ κάποιον σε κάτι, αναδεικνύομαι καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κεφαλῶ (< κέφαλος < κεφαλή)] …

    Dictionary of Greek

  • 77υπερκράζω — Α ξεπερνώ κάποιον στην κραυγή …

    Dictionary of Greek

  • 78υπερκτυπώ — έω, Α ξεπερνώ κάποιον στον θόρυβο που κάνω …

    Dictionary of Greek

  • 79υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …

    Dictionary of Greek

  • 80υπερσειρηνίζω — Α ξεπερνώ τις Σειρήνες στο τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Σειρήν, ῆνος + κατάλ. ίζω] …

    Dictionary of Greek