ξεπερνώ

  • 61προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …

    Dictionary of Greek

  • 62πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 63στρατηγώ — στρατηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, έω, Α [στρατηγός] είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμα αρχ. 1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου 2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού 3. (με αιτ. προσ.) α)… …

    Dictionary of Greek

  • 64υπεκπροθέω — Α 1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω 2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)] …

    Dictionary of Greek

  • 65υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ …

    Dictionary of Greek

  • 66υπερέρχομαι — Α (αποθ.) 1. περνώ από πάνω («μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», Ξεν.) 2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ 3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ …

    Dictionary of Greek

  • 67υπερίημι — Α 1. ξεπερνώ κάποιον στις ρίψεις, ρίχνω κάτι πιο μακριά από αυτόν 2. μέσ. ὑπερίεμαι ανεβαίνω σε μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἵημι «κινώ, αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 68υπεραιρώ — έω, Α 1. παίρνω επί πλέον 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ («τῶν ὑπεραιρούντων τὸν ἀριθμὸν τῶν ἱερέων», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἱρῶ «λαμβάνω, παίρνω με τα χέρια»] …

    Dictionary of Greek

  • 69υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] …

    Dictionary of Greek

  • 70υπεραπλώ — όω, ΜΑ 1. (σχετικά με τα πανιά τού πλοίου) απλώνω πάνω από το κατάστρωμα 2. παθ. ὑπεραπλοῡμαι, όομαι α) απλώνομαι, εκτείνομαι β) μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ («τὸ θεῑον πάσης ὑπερηπλωμένον ἁπλότητος», Μάξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἁπλῶ / ἁπλοῦμαι… …

    Dictionary of Greek