ξεπερνώ

  • 51πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …

    Dictionary of Greek

  • 52προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …

    Dictionary of Greek

  • 53προεκθέω — Α 1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.) 2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῑν τοῡ λογισμοῡ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 54προεκπίπτω — Α 1. προηγούμαι, προπορεύομαι 2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.) 3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο 4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων… …

    Dictionary of Greek

  • 55προεκφοιτώ — άω, Α 1. βγαίνω έξω από το σπίτι συχνά προηγουμένως 2. διαδίδομαι, γνωστοποιούμαι προηγουμένως 3. ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω το μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφοιτῶ «βγαίνω έξω»] …

    Dictionary of Greek

  • 56προθέω — (I) Α 1. προηγούμαι στον δρόμο, τρέχω μπροστά («πολὺ προθέεσκεν ἑὸν μένος οὐδενὶ εἴκων», Ομ. Οδ.) 2. τρέχω προς τα εμπρός 3. ξεπερνώ κάποιον στον δρόμο («βέλη δὲ πτηνὰ προθέοντα τῆς ὄψεως», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέω «τρέχω, προχωρώ… …

    Dictionary of Greek

  • 57προλάμπω — Α 1. ακτινοβολώ, απαστράπτω 2. (μτβ.) κάνω κάτι να λάμψει, προκαλώ ακτινοβολία 3. ξεπερνώ κάποιον ή κάτι στη λαμπρότητα 4. μτφ. φωτίζω μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 58προσπερνώ — και προσπερνάω Ν 1. πλησιάζω και ξεπερνώ κάποιον σε πορεία 2. περνώ μπροστά από κάποιον και απομακρύνομαι («κι ίδια παλιάτσους ένιωθα να προσπερνάνε μπρος μου», Ζερβ.) 3. προηγούμαι 4. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερτερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περνώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 59προσυπερβάλλω — Α 1. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι επί πλέον, υπερτερώ σε κάτι ακόμα («προσυπερβάλλειν τινας ὠμότητι», Φίλ.) 2. παραβαίνω κάτι ακόμη («προσυπερβάλλειν τοὺς ἐπιεικείας ὅρούς», Φίλ.) 3. (απολ.) υπερβαίνω, προχωρώ πέρα από το δίκαιο ή το αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 60προτρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. τρέχω μπροστά από κάποιον άλλο 2. τρέχω πριν από κάποιον άλλο, τόν ξεπερνώ στο τρέξιμο («πολλοῑς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας» σε πολλούς η γλώσσα τρέχει πιο μπροστά από το μυαλό τους, Ισοκρ.) νεοελλ. μτφ. βγάζω συμπεράσματα πιο …

    Dictionary of Greek