ξεπερνώ
41παραξηλώνω — 1. ξηλώνω κάτι πάρα πολύ 2. φρ. «τό παραξηλώνω» ξεπερνώ τα όρια, τό παρακάνω, κάνω κατάχρηση …
42παραπηδώ — παραπηδῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πηδώ σε μεγάλο ύψος ή μήκος 2. γλιστρώ καθώς πηδώ μσν. ξεπερνώ κάποιον με πήδημα αρχ. 1. παραβαίνω, παραβιάζω (εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους», Αισχίν.) 2. (για σκύλο) εφορμώ, επιτίθεμαι 3. μτφ. αναπηδώ στο βήμα… …
43παρατροχάζω — Α (μτγν. ποιητ. τ. τού παρατρέχω) 1. περνώ τρέχοντας, ξεπερνώ κάποιον («παῑδα παρετρόχασα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αντιπαρέρχομαι, αφήνω κάποιον απαρατήρητο («πάρις τήνδε παρετρόχασε», Ανθ. Παλ.) 3. τρέχω παραπλεύρως, δίπλα 4. (με δοτ. προσ.) τρέχω… …
44παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… …
45παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… …
46παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… …
47παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… …
48παριππεύω — ΝΜΑ προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου μσν. αρχ. (ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου β) παραλείπω, παραμελώ αρχ. 1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι 2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος 3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω 4. υπερβαίνω,… …
49παρυφαίνω — ΜΑ [υφαίνω] υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ. β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.) μσν. παρενείρω σε αφήγηση αρχ. 1.… …
50περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …