ξεπερνώ

  • 31ξεσαλώνω — (ιδιωμ.) ξεπερνώ κάθε φραγμό τής ηθικής και τής λογικής …

    Dictionary of Greek

  • 32πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …

    Dictionary of Greek

  • 33παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 34παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… …

    Dictionary of Greek

  • 35παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 36παραθέω — Α 1. τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου 2. τρέχω κατά μήκος ενός τόπου 3. (κυριολ. και μτφ.) ξεφεύγω προς τα πλάγια ή προς τα έξω 4. ξεπερνώ κάποιον τρέχοντας 5. υπερβάλλω 6. πραγματεύομαι κάτι παρενθετικά, «εν παρόδω» («οἷον ὁρᾷς καὶ Ὅμηρος...… …

    Dictionary of Greek

  • 37παρακάνω — και παρακάμνω 1. κάνω κάτι με υπερβολή, ξεπερνώ τα ανεκτά όρια ως προς κάτι που κάνω ή ως προς τη συμπεριφορά μου 2. φρ. α) «παρακάνει ζέστη [ή κρύο]» ο καιρός είναι πάρα πολύ ζεστός ή πάρα πολύ ψυχρός β) «τό παρακάνω» υπερβαίνω τα εσκαμμένα,… …

    Dictionary of Greek

  • 38παρακελητίζω — Α 1. τρέχω έφιππος δίπλα σε κάποιον 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στην ιππασία («ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κελητίζω «ιππεύω» (< κέλης)] …

    Dictionary of Greek

  • 39παραμείβω — ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.) αρχ. 1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων 2. μεταβάλλω κάτι εντελώς 3. (το μέσ.) παραμείβομαι αφήνω έναν τόπο κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 40παραμιλλώμαι — άομαι, ΜΑ [παράμιλλος] ξεπερνώ κάποιον σε άμιλλα αρχ. υπερτερώ σε κάτι …

    Dictionary of Greek