ξεπερνώ

  • 11υπερεκτρέχω — Α 1. τρέχω έξω 2. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, υπερβαίνω, ξεπερνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 12αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 13απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 14δευτερώνω — (AM δευτερῶ, όω) 1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω 2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῡ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς») νεοελλ. 1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω 2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 15διήκω — (Α διήκω) [ήκω] εκτείνομαι, φθάνω από ένα σημείο σ ένα άλλο αρχ. 1. (με αιτ. ή γεν.) διατρέχω, διέρχομαι («πάλιν διήκει θοά βάξις») 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ 3. συζητώ με λεπτομέρειες …

    Dictionary of Greek

  • 16διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… …

    Dictionary of Greek

  • 17διεκφεύγω — (Α) [εκφεύγω] 1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω 2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.) νεοελλ. (αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 18διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 19εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 20καβατζάρω — ναυτ. 1. παρακάμπτω ακρωτήριο, κάβο 2. σύρω σχοινί από τη μια πλευρά τού πλοίου στην άλλη 3. μτφ. αποφεύγω, ξεπερνώ κάποιον ή κάτι …

    Dictionary of Greek