ξεπαπουτσώνω
1ξεπαπουτσώνω — βγάζω τα παπούτσια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παπουτσώνω] …
2ξεπαπούτσωμα — το [ξεπαπουτσώνω] βγάλσιμο τών παπουτσιών …
1ξεπαπουτσώνω — βγάζω τα παπούτσια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παπουτσώνω] …
2ξεπαπούτσωμα — το [ξεπαπουτσώνω] βγάλσιμο τών παπουτσιών …