ξεπέφτω
1ξεπέφτω — ξεπέφτω, ξέπεσα, ξεπεσμένος βλ. πίν. 193 …
2ξεπέφτω — 1. πέφτω κάτω ἡ έξω από κάποια θέση 2. περιπίπτω σε οικονομική ή κοινωνική εξαθλίωση, παρακμάζω 3. χάνω την υπόληψή μου, υφίσταμαι ηθική μείωση, εξαχρειώνομαι («με αυτά που κάνει ξεπέφτει στα μάτια τού κόσμου») 4. (για πράγματα) χάνω μέρος τής… …
3ξεπέφτω — ξέπεσα, ξεπεσμένος 1. αμτβ., παρακμάζω, χάνω την οικονομική μου δυνατότητα: Ήταν πλούσιοι, αλλά ξέπεσαν μετά τον πόλεμο. 2. υποτιμούμαι, κρίνομαι κατώτερος, θεωρούμαι παρακατιανός, χάνω την υπόληψή μου: Ξέπεσε στη συνείδηση των πελατών του. 3.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …
5αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… …
6δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …
7εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …
8κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …
9καταπτωχεύω — (Α) 1. κάνω κάποιον εντελώς φτωχό 2. παθ. καταπτωχεύομαι γίνομαι φτωχός, ξεπέφτω πολύ, καταντώ επαίτης 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπτωχευμένος, η, ον πολύ πτωχικός …
10καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ …