ξενοπρεπῆ

  • 1ξενοπρεπῆ — ξενοπρεπής strange neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξενοπρεπής strange masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξενοπρεπής strange masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ξενοπρεπής — ές (ΑΜ ξενοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ξένους 2. παράδοξος, ασυνήθιστος. επίρρ... ξενοπρεπώς (Α ξενοπρεπῶς) με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλο… …

    Dictionary of Greek