Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου

  • 1 сводить

    сводить I
    сов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):
    \сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.
    своди||ть II
    несов (βΗίίή κατεβάζω:
    \сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:
    \сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·
    3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:
    ^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·
    4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:
    судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·
    5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:
    \сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·
    6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:
    ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·
    7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·
    8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:
    \сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > сводить

См. также в других словарях:

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

  • διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»