ξεζεύ(γ)ω

  • 1ξεζεύ(γ)ω — (Μ ξεζεύω) βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι») μσν. (για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζεύ(γ)ω] …

    Dictionary of Greek

  • 2ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη …

    Dictionary of Greek