ξανϑά

  • 41ξανθοφρύδης — α, ικο (Μ ξάνθοφρυς, υ) αυτός που έχει ξανθά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + ὀφρύς «φρύδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 42ξανθούλα — η νεαρό κορίτσι που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομαλλούσα …

    Dictionary of Greek

  • 43ξανθόθριξ — ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης 2. (για ίππο) καστανόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ, κυανό θριξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 44ξανθόουλος — ξανθόουλος, ον (Α) αυτός που έχει πυκνά και ξανθά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + οὖλος «σγουρός» (πρβλ. καλλί ουλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 45ξανθόσγουρος — η, ο αυτός που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά …

    Dictionary of Greek

  • 46οξύθριξ — ὀξύθριξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά ή αυτός που έχει αγκαθωτά, σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 47ουλοξανθόκομος — οὐλοξανθόκομος, ον (Μ) αυτός που έχει κατσαρά ξανθά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ξανθόκομος] …

    Dictionary of Greek

  • 48ουλόξανθος — οὐλόξανθος, ον (Μ) αυτός που έχει κατσαρά ξανθά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ξανθός] …

    Dictionary of Greek

  • 49τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …

    Dictionary of Greek

  • 50φωτοευαισθησία — η, Ν 1. βιολ. ευαισθησία τών οργανισμών στην επίδραση τών ορατών φωτεινών ακτίνων ή τής υπεριώδους και υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. ιατρ. δυσανεξία προς το φως, συχνή σε ξανθά και πυρρόξανθα άτομα, η οποία εκδηλώνεται με κοκκίνισμα τού δέρματος… …

    Dictionary of Greek