ξανθο-χρώς

  • 1χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …

    Dictionary of Greek

  • 2λεπτόχρως — λεπτόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, λεπτή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός), πρβλ. ξανθό χρως, ροδό χρως] …

    Dictionary of Greek

  • 3τακερόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρυφερό, απαλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακερός + χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. ξανθό χρως] …

    Dictionary of Greek

  • 4ξανθόχρως — ξανθόχρως, ωτος, ό, ἡ (Α) (για τηγανητό ψάρι) αυτός που έχει ξανθό χρώμα, ξανθόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως)] …

    Dictionary of Greek

  • 5ξανθωπός — ή, ό (Α ξανθωπός, ή, όν) [ξανθός] αυτός που έχει ξανθή όψη («ξανθωπὸς χρώς», Νόνν.) νεοελλ. αυτός που κλίνει προς το ξανθό, κάπως ξανθός …

    Dictionary of Greek