ξαναρχίζω πάλι από
1ξαναρχίζω — και ξαναρχινίζω και ξαναρχινώ, άω (Μ ξαναρχίζω) 1. (μτβ.) αρχίζω πάλι να κάνω κάτι, ξανακάνω κάτι πάλι από την αρχή 2. (αμτβ.) αρχίζω πάλι …
2επαναρχίζω — επανάρχισα 1. μτβ., αρχίζω πάλι κάτι ύστερα από μεσολάβηση διακοπής, ξαναρχίζω. 2. αμτβ. (συνήθ. μόνο στο γ πρόσωπο), έπειτα από μικρή διακοπή αρχίζει ή αρχίζουν πάλι: Επαναρχίζουν οι εργασίες της Βουλής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ξαναπίνω — πίνω πάλι, ξαναρχίζω το ποτό («από τότε που αρρώστησε ορκίστηκε να μην ξαναπιεί») …