ξίφος
11ξίφεα — ξίφος sword neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
12ξίφεος — ξίφος sword neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
13ξίφεσι — ξίφος sword neut dat pl …
14ξίφεσιν — ξίφος sword neut dat pl …
15ξίφιος — ξίφος sword neut gen sg (doric) …
16ξίφους — ξίφος sword neut gen sg (attic epic doric) …
17σκίφος — ξίφος sword neut nom/voc/acc sg (aeolic) σκίφος sword neut nom/voc/acc sg …
18ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… …
19ξιφοδήλητος — ξιφοδήλητος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος 2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» με θάνατο που επήλθε από ξίφος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω,… …
20ξιφήρης — ες (Α ξιφήρης, ῆρες) οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση νεοελλ. αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ήρης (< ἀρα ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»),… …