ξίφος

  • 41διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς …

    Dictionary of Greek

  • 42εγκολπίδιος — ἐγκολπίδιος, ον (Μ) φρ. «ἐγκολπίδιον ξίφος» ξίφος κρυμμένο στον κόλπο, στον κόρφο …

    Dictionary of Greek

  • 43εσπάδα — η 1. το ξίφος 2. (ως αρσ.) ο εσπάδα ο ταυρομάχος που σκοτώνει τους ταύρους με το ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ισπ. espada < spatha < αρχ. ελλ. σπάθη] …

    Dictionary of Greek

  • 44θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …

    Dictionary of Greek

  • 45θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… …

    Dictionary of Greek

  • 46κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… …

    Dictionary of Greek

  • 47κωπώ — (I) κωπώ, οῡς, ἡ (Α) στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα ώ, ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ ώ). Η σύνδεση τής λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή]. (II) κωπῶ, έω… …

    Dictionary of Greek

  • 48νεοσπαδής — νεοσπαδής, ές (Α) (ιδίως για ξίφος) αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα («αἵματι στάζοντα χεῑρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπαδής (< σπας < θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. νευρο σπαδής] …

    Dictionary of Greek

  • 49νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 50ξιφάρι — το [ξίφος] 1. μικρό ξίφος ή αιχμή βέλους («σφάξε με... με αυτό το ξυμυτό ξιφάρι», Ερωτόκρ.) 2. η πρώτη σανίδα που κόβεται με πριόνι από κορμό δέντρου και τής οποίας η μία πλευρά είναι κυρτή 3. στενό κομμάτι 3. λωρίδα δέρματος …

    Dictionary of Greek