νῑκητικός
1νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… …
2νικητικός — νῑκητικός , νικητικός likely to conquer masc nom sg …
3νικητικά — νῑκητικά , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc pl νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc/acc dual νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4νικητικῶν — νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer fem gen pl νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer masc/neut gen pl …
5νικητικόν — νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer masc acc sg νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc sg …
6νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg …
7νικητικαί — νῑκητικαί , νικητικός likely to conquer fem nom/voc pl …
8νικητικοῖς — νῑκητικοῖς , νικητικός likely to conquer masc/neut dat pl …
9νικητικοί — νῑκητικοί , νικητικός likely to conquer masc nom/voc pl …
10νικητικοῦ — νῑκητικοῦ , νικητικός likely to conquer masc/neut gen sg …
- 1
- 2