1νῆαδ' — νῆάδε , ναῦς ship indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2νήαδε — νῆαδε (Α) επίρρ. στο πλοίο («νῆαδ ἐπεσσεύοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆα, επικ. αιτ. εν. τού ναῦς «πλοίο», + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει στάση σε τόπο (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] …
Dictionary of Greek