νῆ' ἄρ' ἐπεσσεύοντο od
1ἐπεσσεύοντο — πεσσεύω play at draughts imperf ind mp 3rd pl …
2ἐπεσσεύοντ' — ἐπεσσεύοντο , πεσσεύω play at draughts imperf ind mp 3rd pl …
3επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… …
4μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… …
5νήαδε — νῆαδε (Α) επίρρ. στο πλοίο («νῆαδ ἐπεσσεύοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆα, επικ. αιτ. εν. τού ναῦς «πλοίο», + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει στάση σε τόπο (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] …
6νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] …