νᾶνος
1νᾶνος — dwarf masc nom sg …
2νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… …
3νάνος — ο 1. αυτός που πάσχει από νανισμό. 2. άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4νάνος γαλαξίας — (Αστρον.). Ένας γαλαξίας ασυνήθιστα αμυδρός είτε εξαιτίας του πολύ μικρού μεγέθους του, της πολύ χαμηλής επιφανειακής του λαμπρότητας είτε και των δύο μαζί. Αφού όμως οι γαλαξίες εμφανίζονται σε μία συνεχή κλίμακα μεγεθών από τους γιγαντιαίους… …
5Βαλαωρίτης, Νάνος (Ιωάννης) — (Λοζάνη 1921 –). Νομικός, φιλόλογος και λογοτέχνης, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Σταδιοδρόμησε ως διπλωματικός υπάλληλος σε διάφορες πρεσβείες,… …
6νᾶνοι — νᾶνος dwarf masc nom/voc pl …
7νᾶνον — νᾶνος dwarf masc acc sg …
8Nano- — This article describes the SI prefix. For other meanings, see Nano. Nano (symbol n) is a prefix meaning a billionth. Used primarily in the metric system, this prefix denotes a factor of 10−9 or 0.000000001. It is frequently encountered in science …
9Nanolaser — A Nanolaser, also referred to as a miniature laser or plasmonic laser, is a laser, namely a light amplifier by stimulated emission of radiation, that has nanoscale dimensions. While the word nano originates from Greek νᾶνος (=dwarf), the… …
10αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …