1νώτισμα — νώτισμα, τὸ (Α) [νωτίζω] καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του …
Dictionary of Greek
2νώτισμα — that which covers the back neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)