νύξ
1Νύξ — night fem nom/voc sg …
2νύξ — night fem nom/voc sg …
3νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… …
4Νύξ' — Νυξί , Νύξ night fem dat pl …
5νύξ' — νύξι , νύξις pricking fem voc sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor imperat mid 2nd sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor inf act νύξα , νύσσω touch with a sharp point aor ind act 1st sg (homeric ionic) νύξε , νύσσω touch with a… …
6αμφιλύκη νύξ — ἀμφιλύκη νύξ, η (Α) 1. το μεταξύ νύκτας και ημέρας αμυδρό φως, το λυκαυγές, τα χαράματα 2. λυκόφως, σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *λύκη] …
7Νυκτοῖν — Νύξ night fem gen/dat dual Νυκτεύς masc gen/dat dual (attic epic doric) …
8νυκτοῖν — νύξ night fem gen/dat dual …
9Νυκτί — Νύξ night fem dat sg …
10νυκτί — νύξ night fem dat sg …