νύξ

  • 41νυκτοδρόμος — και νυκτιδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει, που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δρόμος. Ο τ. νυκτιδρόμος < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 42νυκτοκλέπτης — ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης) 1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια τής νύχτας 2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ …

    Dictionary of Greek

  • 43νυκτοπλανής — και νυκτιπλανής, ές (Α) νυκτίπλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 44νυκτοπλοώ — νυκτοπλοῶ και νυκτιπλοῶ, έω (ΑΜ) 1. ταξιδεύω με πλοίο τη νύχτα 2. μτφ. είμαι ακριβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πλοῶ (< πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι πλοώ. Ο τ. νυκτιπλοῶ < νυκτι τοῦ νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 45νυκτοπόρος — ο θηλ. και α (Α νυκτοπόρος και νυκτιπόρος, ον) αυτός που πορεύεται τη νύχτα, νυχτοπερπατητής νεοελλ. νυκτόβιος, ξενύχτης αρχ. ως κύριο όν. Νυκτιπόρος ονομασία ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. oδoı πόρος. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 46νυκτοφαής — και νυκτιφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει, που λάμπει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαής (< φᾶος), πρβλ. ημερο φαής. Ο τ. νυκτι φαής < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 47νυκτοφόρος — ον (Μ, Α νυκτιφόρος, ον) αυτός που φέρνει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φόρος*. Ο τ. νυκτι φόρος < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 48νυκτόμαντις — και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α) αυτός που μαντεύει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + μάντις (πρβλ. ονειρό μαντις). Ο τ. νυκτίμαντις < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 49νυκτόχρους — και νυκτίχρους, ουν και οος, οον (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τής νύχτας, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + χροῦς «χρώμα», πρβλ. χιονό χρους. Ο τ. νυκτί χρους < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 50Νύκτ' — Νύκτα , Νύξ night fem acc sg Νύκτε , Νύξ night fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)