νότινος

  • 1νοτινός — ή, ό (ΑΜ νότινος, ίνη, ον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται προς τον νότο, νότιος, μεσημβρινός («νοτινό δωμάτιο») 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από τον νότο. επίρρ... νοτινά νότια …

    Dictionary of Greek

  • 2γαρμπινός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον γαρμπή 2. το ουδ. ως ουσ. το γαρμπινό ο σιγανός γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαρμπής ή < ιταλ. garbino. Ο τονισμός αναλογικά προς τα βορεινός, νοτινός κ.λπ.] …

    Dictionary of Greek

  • 3εννότιος — ἐννότιος, ία, ον και ἔννοτος, ον (AM) [νότιος] υγρός, νοτερός, νοτινός …

    Dictionary of Greek

  • 4νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… …

    Dictionary of Greek