νόσανσις
1νόσανσις — νόσανσις, ἡ (Α) το να ασθενεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. *νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω] …
2νόσανσις — falling sick fem nom sg …
3νοσάνσει — νόσανσις falling sick fem nom/voc/acc dual (attic epic) νοσάνσεϊ , νόσανσις falling sick fem dat sg (epic) νόσανσις falling sick fem dat sg (attic ionic) …
4νόσανσιν — νόσανσις falling sick fem acc sg …
5νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …
6νόσωσις — νόσωσις, ἡ (Α) νόσανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ωσις μέσω *νοσῶ, όω (πρβλ. κάκ ωσις)] …
7νοσάνσεως — νοσάνσεω̆ς , νόσανσις falling sick fem gen sg (attic) …