νίγλαρος
1νίγλαρος — whistle masc nom sg …
2νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] …
3νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl …
4νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl …
5νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl …
6νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω …
7πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] …