νάττω

  • 1νάττω — νάσσω press pres subj act 1st sg (attic) νάσσω press pres ind act 1st sg (attic) νάσσω , ναίω 1 dwell aor ind mid 2nd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νάσσω — και αττ. τ. νάττω (Α) 1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῑαν ἔναξε», Ομ. Οδ.) 2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.) 3. (το παθ.) νάσσομαι α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.) β. είμαι γεμάτος («πᾱσα οἰκία… …

    Dictionary of Greek